- υπέρμετρος
- прекумерен
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ὑπέρμετρος — beyond all measure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… … Dictionary of Greek
υπέρμετρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός: Υπέρμετρες αξιώσεις. 2. μτφ., αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες της ποίησης, ο άμετρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερμέτρως — ὑπέρμετρος beyond all measure adverbial ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμετρον — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem acc sg ὑπέρμετρος beyond all measure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμέτροις — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμέτρου — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμέτρους — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμέτρων — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμέτρῳ — ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμετρα — ὑπέρμετρος beyond all measure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)